Μεγαλόψυχος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγαλόψυχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magnânimo, magnânima, magnanimous, magnânimos, generoso
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλόψυχος
μεγαλόψυχος συνωνυμο, μεγαλόψυχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγαλόψυχος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μεγαλορρημοσύνη στα πορτογαλικά - megalorrimosyni
- μεγαλοψυχία στα πορτογαλικά - magnanimidade, generosidade, a magnanimidade, da magnanimidade, magnanimity
- μεγαλώνω στα πορτογαλικά - tornar, crescer, cultivar, amanhar, suspender, medrar, acontecer, ...
- μεγεθύνω στα πορτογαλικά - aumentar, prazer, ampliar, alargar, alargar a, aumentá
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλόψυχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: magnânimo, magnânima, magnanimous, magnânimos, generoso
Μεταφράσεις: magnânimo, magnânima, magnanimous, magnânimos, generoso