Μεγαλόψυχος στα λιθουανικά
Μετάφραση: μεγαλόψυχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilniaširdis, Wielkoduszny, Magnanimous, didžiadvasiai, Augstsirdīgs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλόψυχος
μεγαλόψυχος συνωνυμο, μεγαλόψυχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μεγαλόψυχος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μεγαλορρημοσύνη στα λιθουανικά - megalorrimosyni
- μεγαλοψυχία στα λιθουανικά - didžiadvasiškumas, Wspaniałomyślność, Augstsirdība, Wielkoduszność
- μεγαλώνω στα λιθουανικά - užaugti, augti, užauga, augtų, užaugtų
- μεγεθύνω στα λιθουανικά - padidinti, išplėsti, enlarge, padidintumėte, plėsti
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλόψυχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kilniaširdis, Wielkoduszny, Magnanimous, didžiadvasiai, Augstsirdīgs
Μεταφράσεις: kilniaširdis, Wielkoduszny, Magnanimous, didžiadvasiai, Augstsirdīgs