Μπαίνω στα δανικά
Μετάφραση: μπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indtaste, træder, indtast, angive, indtaster
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπαίνω
μπαίνω προστακτική, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω μες τ' αμπέλι, μπαίνω μες στ' αμπέλι στίχοι, παίρνω κλίση, μπαίνω λεξικό γλώσσας δανικά, μπαίνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- μπέρτα στα δανικά - Bertha, Berthas, Berte
- μπήγω στα δανικά - støde, køre ind, kører ind, kører ind i, drive i, drev i
- μπαγιάτικος στα δανικά - muggen, muggent
- μπακάλης στα δανικά - købmand, købmanden, købmandsgård, købmandens
Τυχαίες λέξεις
Μπαίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indtaste, træder, indtast, angive, indtaster
Μεταφράσεις: indtaste, træder, indtast, angive, indtaster