Μπαίνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: μπαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
psichiatras, įeiti, įrašyti, įvesti, patekti, atvykti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπαίνω
μπαίνω προστακτική, μπαίνω συνώνυμα, μπαίνω μες τ' αμπέλι, μπαίνω μες στ' αμπέλι στίχοι, παίρνω κλίση, μπαίνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μπαίνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μπέρτα στα λιθουανικά - ragas, Bertha, Apykaklę koronkowy, Berta
- μπήγω στα λιθουανικά - sukalti, vairuojate į, diską į, kietąjį diską į, kelionė taps
- μπαγιάτικος στα λιθουανικά - suplėkęs, supelėjęs, pasenęs, pelėsiais atsiduodantis, jaučiamas pelėsiais atsiduodantis
- μπακάλης στα λιθουανικά - daržovininkas, bakalėjininkas, parduotuvė Maisto, su produktais, Parduotuvės savininkas maisto
Τυχαίες λέξεις
Μπαίνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: psichiatras, įeiti, įrašyti, įvesti, patekti, atvykti
Μεταφράσεις: psichiatras, įeiti, įrašyti, įvesti, patekti, atvykti