Μπουκάλι στα δανικά
Μετάφραση: μπουκάλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
flaske, flasken, flasker, flaskens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουκάλι
μπουκάλι νερού με φίλτρο, μπουκάλι στη θάλασσα, μπουκάλι γυάλινο, μπουκάλι για λάδι, μπουκάλι χολαργός, μπουκάλι λεξικό γλώσσας δανικά, μπουκάλι στα δανικά
Μεταφράσεις
- μπορούσα στα δανικά - magt, kunne, kunde, kunne for
- μπορώ στα δανικά - kunne, kande, dåse, kan, kan for, muligt
- μπουκέτο στα δανικά - blomsterbuket, buket, bouquet, buketten
- μπουκαπόρτα στα δανικά - luge, lugen, serveringslem, vippedør, hatch
Τυχαίες λέξεις
Μπουκάλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: flaske, flasken, flasker, flaskens
Μεταφράσεις: flaske, flasken, flasker, flaskens