Μπουκάλι στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπουκάλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fles, flesje, fles van, bottle, de fles
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπουκάλι
μπουκάλι νερού με φίλτρο, μπουκάλι στη θάλασσα, μπουκάλι γυάλινο, μπουκάλι για λάδι, μπουκάλι χολαργός, μπουκάλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπουκάλι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπορούσα στα ολλανδικά - macht, kracht, kon, konden, kan, zou, kunnen
- μπορώ στα ολλανδικά - kont, bips, kunnen, inblikken, zitvlak, achterste, kleding, ...
- μπουκέτο στα ολλανδικά - tuil, ruiker, boeket, bouquet, boeket van, Het boeket, Het boeket van
- μπουκαπόρτα στα ολλανδικά - luik, broedsel, doorgeefluik, vluchtluik, uitkomen
Τυχαίες λέξεις
Μπουκάλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fles, flesje, fles van, bottle, de fles
Μεταφράσεις: fles, flesje, fles van, bottle, de fles