Νοημοσύνη στα δανικά

Μετάφραση: νοημοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornuft, intelligens, efterretninger, intelligence, efterretningstjeneste
Νοημοσύνη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοημοσύνη

νοημοσύνη και φύλο, νοημοσύνη σκύλων, νοημοσύνη της επιτυχίας, νοημοσύνη ορισμός, νοημοσύνη και δημιουργικότητα, νοημοσύνη λεξικό γλώσσας δανικά, νοημοσύνη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νιώθω στα δανικά - følelse, mærke, føle, føler, føle sig, at føle, føler sig
  • νοίκι στα δανικά - leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
  • νοητός στα δανικά - tænkelige, tænkeligt, tænkelig, musikkataloger
  • νοθεύω στα δανικά - sofistikeret, sophisticate, sofistikerede, sofistikere
Τυχαίες λέξεις
Νοημοσύνη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fornuft, intelligens, efterretninger, intelligence, efterretningstjeneste