Νοημοσύνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: νοημοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intellect, geest, verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοημοσύνη
νοημοσύνη και φύλο, νοημοσύνη σκύλων, νοημοσύνη της επιτυχίας, νοημοσύνη ορισμός, νοημοσύνη και δημιουργικότητα, νοημοσύνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νοημοσύνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- νιώθω στα ολλανδικά - betasten, gewaarworden, bevoelen, voelen, gevoel, aanvoelen, tasten, ...
- νοίκι στα ολλανδικά - verhuren, pachten, huur, huren, scheur, huurprijs, te huur, ...
- νοητός στα ολλανδικά - denkbaar, denkbare, ondenkbaar
- νοθεύω στα ολλανδικά - verdraaien, misleiden, verfijnd, verfijnde, sophisticate
Τυχαίες λέξεις
Νοημοσύνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: intellect, geest, verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten
Μεταφράσεις: intellect, geest, verstand, intelligentie, intelligence, inlichtingen, inlichtingendiensten