Νωχελής στα δανικά

Μετάφραση: νωχελής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
doven, indolent, indolente, ugidelig, magelig
Νωχελής στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νωχελής

νωχελής λεξικό γλώσσας δανικά, νωχελής στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νωπός στα δανικά - fugtig, frisk, sund, fræk, friske, fersk, ny, ...
  • νωρίς στα δανικά - tidlig, tidligt, begyndelsen, begyndelsen af, tidlige
  • νόημα στα δανικά - sans, mening, betyder, hvilket betyder
  • νόμιζα στα δανικά - tanke, troede, tænkte, syntes, trøde
Τυχαίες λέξεις
Νωχελής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: doven, indolent, indolente, ugidelig, magelig