Νωχελής στα ολλανδικά

Μετάφραση: νωχελής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lui, indolent, indolente, traag, luie
Νωχελής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νωχελής

νωχελής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, νωχελής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • νωπός στα ολλανδικά - vrijpostig, klam, mottig, fris, vocht, luchtig, vers, ...
  • νωρίς στα ολλανδικά - vroegtijdig, pril, vroeg, vroege, begin, begin van
  • νόημα στα ολλανδικά - betekenis, betasten, bevoelen, zintuig, zin, betekent, wat betekent, ...
  • νόμιζα στα ολλανδικά - benul, begrip, zin, advies, opinie, voorstelling, oordeel, ...
Τυχαίες λέξεις
Νωχελής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lui, indolent, indolente, traag, luie