Νωχελής στα ισλανδικά
Μετάφραση: νωχελής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
latur, indolent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νωχελής
νωχελής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νωχελής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- νωπός στα ισλανδικά - ferskur, votur, ferskt, ferskum, fersk, fersku
- νωρίς στα ισλανδικά - árla, snemma, snemma á, byrjun, snemmt, fljótt
- νόημα στα ισλανδικά - skyn, sem þýðir, þýðir, þýðir að, sem þýðir að, merkingu
- νόμιζα στα ισλανδικά - hugsun, hélt, talið, hélt að, hugsaði
Τυχαίες λέξεις
Νωχελής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: latur, indolent
Μεταφράσεις: latur, indolent