Οικονομία στα δανικά
Μετάφραση: οικονομία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
økonomi, økonomien, økonomiske, økonomis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικονομία
οικονομία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία καυσίμου, οικονομία της ελλάδας, οικονομία κεντροαφρικανική δημοκρατία, οικονομία λεξικό γλώσσας δανικά, οικονομία στα δανικά
Μεταφράσεις
- οικολογικός στα δανικά - økologisk, økologiske, miljømæssige, den økologiske, miljømæssig
- οικολόγος στα δανικά - økolog, økologen, miljøforkæmper, ecologist
- οικονομική στα δανικά - økonomi, økonomisk, økonomiske, den økonomiske, oekonomiske, oekonomisk
- οικονομικός στα δανικά - økonomisk, økonomiske, den økonomiske, oekonomiske, oekonomisk
Τυχαίες λέξεις
Οικονομία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: økonomi, økonomien, økonomiske, økonomis
Μεταφράσεις: økonomi, økonomien, økonomiske, økonomis