Οικονομία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οικονομία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poupanças, economia, economia de, a economia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικονομία
οικονομία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία καυσίμου, οικονομία της ελλάδας, οικονομία κεντροαφρικανική δημοκρατία, οικονομία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικονομία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οικολογικός στα πορτογαλικά - ecológico, ecológica, ecológicos, ecológicas, ecological
- οικολόγος στα πορτογαλικά - ecologista, ecólogo, o ecologista, ecologista de, ecologist
- οικονομική στα πορτογαλικά - economia, econômico, económica, económico, econômica, económicas
- οικονομικός στα πορτογαλικά - financiar, econômico, económica, económico, econômica, económicas
Τυχαίες λέξεις
Οικονομία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: poupanças, economia, economia de, a economia
Μεταφράσεις: poupanças, economia, economia de, a economia