Οκνός στα δανικά

Μετάφραση: οκνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
loitering, slentre, ophold på forbudte steder
Οκνός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οκνός

οκνός λεξικό γλώσσας δανικά, οκνός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οινόπνευμα στα δανικά - alkohol, ånd, ånden, Aand
  • οκνηρία στα δανικά - kedsomhed, Sloth, dovenskab, dovendyr, ladhed, dovenskabens
  • ολέθριος στα δανικά - perniciøs, skadelige, skadelig, ødelæggende, skadeligt
  • ολίσθημα στα δανικά - slip, glide, skridsikker, følgesedlen, tag
Τυχαίες λέξεις
Οκνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: loitering, slentre, ophold på forbudte steder