Οκνός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οκνός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безделничел
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οκνός
οκνός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οκνός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- οινόπνευμα στα σλαβομακεδονικά - алкохол, духот, дух
- οκνηρία στα σλαβομακεδονικά - досада, мрзеливоста, мрзливоста, празноста, мрзливост, мрзеливост
- ολέθριος στα σλαβομακεδονικά - пернициозна, погубни, убиствена, опасните, штетно
- ολίσθημα στα σλαβομακεδονικά - се лизга, лизга, лизгање, пролизгување, на лизгање
Τυχαίες λέξεις
Οκνός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: безделничел
Μεταφράσεις: безделничел