Ολοκληρώνω στα δανικά

Μετάφραση: ολοκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fuld, komplet, fuldstændig, komplette, fuldstændige, fuldstændigt
Ολοκληρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολοκληρώνω

ολοκληρώνω στα αγγλικά, ολοκληρώνω συνώνυμο, ολοκληρώνω συνώνυμα, ολοκληρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ολοκληρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ολοκαύτωμα στα δανικά - holocaust, af holocaust
  • ολοκλήρωση στα δανικά - færdiggørelse, afslutningen, afslutning, gennemførelsen, gennemførelse
  • ολοφάνερος στα δανικά - indlysende, klart, tydeligt, fremgår
  • ολόιδιος στα δανικά - identisk, identiske, samme, ens, er identisk
Τυχαίες λέξεις
Ολοκληρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fuld, komplet, fuldstændig, komplette, fuldstændige, fuldstændigt