Λέξη: οργώνω

Σχετικές λέξεις: οργώνω

οργώνω τις θάλασσες

Συνώνυμα: οργώνω

καλλιεργώ

Μεταφράσεις: οργώνω

οργώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plough, plow, till

οργώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arado, arar, surcar, arado de, del arado, de arado, el arado

οργώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflügen, pflug, Pflug, Pfluges

οργώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
labourer, charrue, la charrue, chasse, labour

οργώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arare, aratro, dell'aratro, modelli di aratri, all'aratro, l'aratro

οργώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urdir, lote, arado, arar, charrua, arado de, plough, guilhotina

οργώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omploegen, ploeg, doorploegen, ploegen, plough, plow

οργώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бороздить, пахать, пашня, плуг, сошник, взрывать, снегоочиститель, запахивать, вспахивать, запахать, пропахивать, струг, токосниматель, плуга, плугом, плуги

οργώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pløye, plog, plogen, plough

οργώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plog, plöja, plogen

οργώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aurata, aura, tarpoa, auran, plow, plough

οργώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough

οργώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zorat, zbrázdit, brázdit, pluh, orat, kypřiče, pluhu, pluhy, hoblíku

οργώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pług, oblać, orać, przeorać, zaorać, plow, pługa, plough, pługiem

οργώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szántás, eke, ekét, plough, plow

οργώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pulluk, kulaklı pulluk, saban, plough, temizleyici

οργώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зйомка, плуг, плуга

οργώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëroj, çan, plug, borëheqëse, rrëzim, kridhem

οργώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плуг, рало, плуга, на плуга, плужно

οργώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
араць, плуг

οργώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ader, kündma, plough, adra, adra külge

οργώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plug, brazdati, ralo, orati, parati, sjeći, oranica

οργώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
plóg, ruddi götuna

οργώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plūgas, arti, arimas, sniego valytuvas, irtis, skintis kelią

οργώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
art, arkls, plow, šķūre, plow Informējiet

οργώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плуг, ралото, орање, плугот, ораат

οργώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plug, cultivator, pluguri, plough, plugul

οργώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
orat, zorat, plug, pluga, plough, plow, plug obračalni

οργώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pluh, pluhy
Τυχαίες λέξεις