Ορεινός στα δανικά
Μετάφραση: ορεινός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjergrige, bjergrig, bjergrigt, bjerge, bjergområder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορεινός
ορεινός αγώνας ναμάτων, ορεινός λέων, ορεινός τουρισμός, ορεινός πυρηναίων, ορεινός αγώνας γερανείων, ορεινός λεξικό γλώσσας δανικά, ορεινός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορειβάτης στα δανικά - bjergbestiger, Mountaineer, bjergbestigeren, af Mountaineer
- ορειβασία στα δανικά - bjergbestigning, klatring, klatre, at klatre, climbing
- ορεκτικό στα δανικά - appetitvækker, appetizer, forretter, forret
- ορεκτικός στα δανικά - appetitlig, appetitvækkende, velsmagende, appetizing, appetitlige
Τυχαίες λέξεις
Ορεινός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bjergrige, bjergrig, bjergrigt, bjerge, bjergområder
Μεταφράσεις: bjergrige, bjergrig, bjergrigt, bjerge, bjergområder