Ορεινός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ορεινός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
планински, планинската, планинскиот, планинските, планинска
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορεινός
ορεινός αγώνας ναμάτων, ορεινός λέων, ορεινός τουρισμός, ορεινός πυρηναίων, ορεινός αγώνας γερανείων, ορεινός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ορεινός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ορειβάτης στα σλαβομακεδονικά - планинар, алпинист, алпинистот, планинарот, планинарското
- ορειβασία στα σλαβομακεδονικά - Маратон, качување, качувачки, искачување, качување по
- ορεκτικό στα σλαβομακεδονικά - мезе, предјадење, апетисани
- ορεκτικός στα σλαβομακεδονικά - апетитот, вкусни, апетитен, привлечна, вкусна
Τυχαίες λέξεις
Ορεινός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: планински, планинската, планинскиот, планинските, планинска
Μεταφράσεις: планински, планинската, планинскиот, планинските, планинска