Ορεινός στα εσθονικά

Μετάφραση: ορεινός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mägine, mägistes, mägised, mägi-, mägisest
Ορεινός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορεινός

ορεινός αγώνας ναμάτων, ορεινός λέων, ορεινός τουρισμός, ορεινός πυρηναίων, ορεινός αγώνας γερανείων, ορεινός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ορεινός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ορειβάτης στα εσθονικά - pürgija, mägironija, ronija, Mountaineer, Alpinisti, Hotellid Mountaineer, mägironijal
  • ορειβασία στα εσθονικά - kõrgusevõtt, mägironimine, ronimine, ronida, climbing, ronimis
  • ορεκτικό στα εσθονικά - käiviti, starter, eelroog, eelroa, appetizer, suupisted, aperatiiviks
  • ορεκτικός στα εσθονικά - isuäratav, isuäratavad, isuäratavat, maitsva, isuäratavaid
Τυχαίες λέξεις
Ορεινός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mägine, mägistes, mägised, mägi-, mägisest