Παράκαμψη στα δανικά

Μετάφραση: παράκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
omvej, afstikker, omvejen, omkørsel
Παράκαμψη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράκαμψη

παράκαμψη διοδίων λεπτοκαρυάς, παράκαμψη διοδίων κορίνθου, παράκαμψη διοδίων ελευσίνας, παράκαμψη στυλίδας, παράκαμψη πλαταμώνα, παράκαμψη λεξικό γλώσσας δανικά, παράκαμψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παράθυρο στα δανικά - vindue, vinduet
  • παράκαιρος στα δανικά - ubelejlig, ubelejligt, uheldigt, ubelejlige, uheldig
  • παράκληση στα δανικά - bede, anmodning, anmode, bøn, opfordring, opfordring til, en opfordring, ...
  • παράκτιος στα δανικά - kystnære, kyst, kystområder, kyst-
Τυχαίες λέξεις
Παράκαμψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: omvej, afstikker, omvejen, omkørsel