Παράκαμψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: παράκαμψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omleiding, omweg, uitstapje, omweg te, omlegging
Παράκαμψη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παράκαμψη

παράκαμψη διοδίων λεπτοκαρυάς, παράκαμψη διοδίων κορίνθου, παράκαμψη διοδίων ελευσίνας, παράκαμψη στυλίδας, παράκαμψη πλαταμώνα, παράκαμψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παράκαμψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παράθυρο στα ολλανδικά - raam, venster, window, scherm
  • παράκαιρος στα ολλανδικά - ongelegen, opportuun, niet opportuun, inopportune, verkeerd moment
  • παράκληση στα ολλανδικά - verzoek, petitionnement, aanvragen, verzoeken, verzoekschrift, aanvraag, petitie, ...
  • παράκτιος στα ολλανδικά - kust, kust-, de kust, kustgebieden, kustgebied
Τυχαίες λέξεις
Παράκαμψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omleiding, omweg, uitstapje, omweg te, omlegging