Παραιτούμαι στα δανικά

Μετάφραση: παραιτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afgå, løslade, forlade, tilladelse, træde tilbage, fratræde, gå af, træder tilbage, at træde tilbage
Παραιτούμαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παραιτούμαι

παραιτούμαι english, παραιτούμαι ετυμολογία, παραιτούμαι κλίση, παραιτούμαι συνώνυμο, παραιτούμαι από δικαίωμα, παραιτούμαι λεξικό γλώσσας δανικά, παραιτούμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παραθυρόφυλλο στα δανικά - karm, vindue, vinduet, rammen, rammens
  • παραινώ στα δανικά - formane, formaner, påtale, en påtale, påminde
  • παρακάμπτω στα δανικά - omvej, afstikker, omvejen, omkørsel
  • παρακίνηση στα δανικά - tilskyndelse, ansporing, incitament, tilskyndelse til, holdningspåvirkning
Τυχαίες λέξεις
Παραιτούμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afgå, løslade, forlade, tilladelse, træde tilbage, fratræde, gå af, træder tilbage, at træde tilbage