Πείνα στα δανικά

Μετάφραση: πείνα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sult, hunger, sulten, af sult, hungersnød
Πείνα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πείνα

πείνα του κνουτ χάμσουν, πείνα και δίψα, πείνα στην ελλάδα, πείνα στην εγκυμοσύνη, πείνα στην κατοχή, πείνα λεξικό γλώσσας δανικά, πείνα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παύω στα δανικά - ophøre, ophører, længere, ikke længere, ophører med
  • πείθω στα δανικά - overtale, svinge, overtyde, overbevise, at overbevise, overbeviser, overbevist
  • πείραμα στα δανικά - forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet
  • πείσμα στα δανικά - stædighed, hårdnakkethed, stædigheden, stædig
Τυχαίες λέξεις
Πείνα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sult, hunger, sulten, af sult, hungersnød