Περιέργεια στα δανικά

Μετάφραση: περιέργεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nysgerrighed, nysgerrigheden
Περιέργεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιέργεια

περιέργεια συνώνυμο, γνωμικά περιέργεια, περιέργεια συνώνυμα, παιδική περιέργεια, την περιέργεια, περιέργεια λεξικό γλώσσας δανικά, περιέργεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • περατώνω στα δανικά - fuldstændig, fuldende, fuld, komplet, tæt ved, nærheden, i nærheden, ...
  • περβόλι στα δανικά - Orchard, frugthave, frugtplantage, plantage, plantagen
  • περιέχω στα δανικά - indeholde, rumme, comprize
  • περιβάλλον στα δανικά - omgivelse, miljø, miljøet, omgivelser
Τυχαίες λέξεις
Περιέργεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nysgerrighed, nysgerrigheden