Περιστέλλω στα δανικά
Μετάφραση: περιστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænse, indskrænke, tørn, stint
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστέλλω
περιστύλιο λεξικό, περιστέλλω συνώνυμα, περιστέλλω λεξικό γλώσσας δανικά, περιστέλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- περισσευούμενος στα δανικά - spare, perissefoumenos
- περισσεύω στα δανικά - spare, overskud, overskydende, overskuddet, overskud på
- περιστέρι στα δανικά - due, Dove, duen
- περιστατικό στα δανικά - tilfælde, anliggende, hændelse, sag, happening, begivenhed, hændelsen, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιστέλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begrænse, indskrænke, tørn, stint
Μεταφράσεις: begrænse, indskrænke, tørn, stint