Περιστέλλω στα ουκρανικά
Μετάφραση: περιστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ув'язнювати, ув'язнити, обмежити, обмежувати, обмеження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστέλλω
περιστύλιο λεξικό, περιστέλλω συνώνυμα, περιστέλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περιστέλλω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- περισσευούμενος στα ουκρανικά - берегти, приділяти, зайвий, perissefoumenos
- περισσεύω στα ουκρανικά - берегти, приділяти, зайвий, надлишок, надмір
- περιστέρι στα ουκρανικά - горлиця, голуб, голубка, голубь, голубе
- περιστατικό στα ουκρανικά - охоплення, клієнт, поширення, залягання, валіза, нахиляння, скриня, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιστέλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ув'язнювати, ув'язнити, обмежити, обмежувати, обмеження
Μεταφράσεις: ув'язнювати, ув'язнити, обмежити, обмежувати, обмеження