Πληθώρα στα δανικά
Μετάφραση: πληθώρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overflod, væld, utal, overfloden, mangfoldighed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πληθώρα
πληθώρα στα αγγλικα, πληθώρα πληροφοριών, πληθώρα συνώνυμα, πληθώρα συνώνυμο, πληθώρα λεξικο, πληθώρα λεξικό γλώσσας δανικά, πληθώρα στα δανικά
Μεταφράσεις
- πληθυσμός στα δανικά - befolkning, population, befolkningen, befolkningens, populationen
- πληθωριστικός στα δανικά - inflationær, inflatoriske, inflatorisk, inflationært, inflationære
- πληκτικός στα δανικά - trættende, kedelig, dump, uinteressant, uinteressante, kedeligt
- πληκτρολόγιο στα δανικά - tastatur, tastaturet, keyboard
Τυχαίες λέξεις
Πληθώρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overflod, væld, utal, overfloden, mangfoldighed
Μεταφράσεις: overflod, væld, utal, overfloden, mangfoldighed