Σημείωμα στα δανικά

Μετάφραση: σημείωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
note, notat, efterretning, til efterretning, bemærkning
Σημείωμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σημείωμα

σημείωμα κατάταξης, σημείωμα στα ασφαλιστικά μέτρα, σημείωμα για ανατροπή κατάσχεσης, σημείωμα ασφαλιστικά μέτρα υπόδειγμα, σημείωμα αίτησης αναστολής, σημείωμα λεξικό γλώσσας δανικά, σημείωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σημαντικός στα δανικά - vigtig, signifikant, betydelige, betydelig, væsentlig, betydeligt
  • σημασία στα δανικά - betydning, konsekvens, virkning, følge, konto, meddele, betydningen, ...
  • σημείωση στα δανικά - besked, node, seddel, billet, note, notat, efterretning, ...
  • σημειωματάριο στα δανικά - notesbog, notebook, bærbare computer, bærbare, bærbar
Τυχαίες λέξεις
Σημείωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: note, notat, efterretning, til efterretning, bemærkning