Σκέφτομαι στα δανικά
Μετάφραση: σκέφτομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tænke, mene, tænke på, tænker på, tænk på, at tænke på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκέφτομαι
σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω α δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι επιλέγω αισθάνομαι, σκέφτομαι και γράφω, σκέφτομαι λεξικό γλώσσας δανικά, σκέφτομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκέτο στα δανικά - enkel, klar, slette, tydelig, neat, pæn, nydelige, ...
- σκέτος στα δανικά - enkel, tydelig, klar, slette, plain, almindeligt, almindelig, ...
- σκέψη στα δανικά - tanke, tænkning, tænker, tænke, at tænke, tænkte
- σκήπτρο στα δανικά - scepter, scepteret, Spir, sceptret, Kongespir
Τυχαίες λέξεις
Σκέφτομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tænke, mene, tænke på, tænker på, tænk på, at tænke på
Μεταφράσεις: tænke, mene, tænke på, tænker på, tænk på, at tænke på