Σκέφτομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: σκέφτομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
myśleć, uważać, pomyśleć, sądzić, mniemać, zastanawiać, myśleć o, pomyśleć o, myślę o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκέφτομαι
σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω α δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι επιλέγω αισθάνομαι, σκέφτομαι και γράφω, σκέφτομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, σκέφτομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σκέτο στα πολωνικά - gładki, niepozorny, wyraźny, zwykły, przeciętny, jasny, dosadny, ...
- σκέτος στα πολωνικά - sztywny, zupełny, wyraźny, prosty, jasny, kompletny, szczery, ...
- σκέψη στα πολωνικά - zwornik, wynagrodzenie, myśl, zastanowienie, przemyślenie, czynnik, wzgląd, ...
- σκήπτρο στα πολωνικά - berło, berłem, berła, scepter, laska
Τυχαίες λέξεις
Σκέφτομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: myśleć, uważać, pomyśleć, sądzić, mniemać, zastanawiać, myśleć o, pomyśleć o, myślę o
Μεταφράσεις: myśleć, uważać, pomyśleć, sądzić, mniemać, zastanawiać, myśleć o, pomyśleć o, myślę o