Σοβαρός στα δανικά

Μετάφραση: σοβαρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
streng, vigtig, alvorlig, seriøs, alvorlige, alvorligt, grov
Σοβαρός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοβαρός

σοβαρός στα αγγλικά, σοβαρός συνώνυμα, σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ, σοβαρός ετυμολογία, σοβαρός αντίθετο, σοβαρός λεξικό γλώσσας δανικά, σοβαρός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σοβάτισμα στα δανικά - plasterering
  • σοβαρά στα δανικά - alvorligt, alvorlig, seriøst, i alvorlig, alvorlig grad
  • σοβαρότητα στα δανικά - alvor, alvoren, grovhed, alvorlighed, grovheden
  • σοβατζής στα δανικά - plasterer, pudsebræt, Stuklofte, Stukloft, gipsarbejder
Τυχαίες λέξεις
Σοβαρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: streng, vigtig, alvorlig, seriøs, alvorlige, alvorligt, grov