Σοβαρός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σοβαρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
severo, sisudo, série, rigoroso, importante, sério, austero, categorizado, rígido, diversos, grave, séria, graves, sérios
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοβαρός
σοβαρός στα αγγλικά, σοβαρός συνώνυμα, σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ, σοβαρός ετυμολογία, σοβαρός αντίθετο, σοβαρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σοβαρός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σοβάτισμα στα πορτογαλικά - plasterering
- σοβαρά στα πορτογαλικά - a sério, sério, seriamente, gravemente, seriedade
- σοβαρότητα στα πορτογαλικά - seriedade, gravidade, de gravidade, a seriedade, importância
- σοβατζής στα πορτογαλικά - estucador, plasterer, do plasterer, Rebocador, gesseiro
Τυχαίες λέξεις
Σοβαρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: severo, sisudo, série, rigoroso, importante, sério, austero, categorizado, rígido, diversos, grave, séria, graves, sérios
Μεταφράσεις: severo, sisudo, série, rigoroso, importante, sério, austero, categorizado, rígido, diversos, grave, séria, graves, sérios