Στηρίγματα στα δανικά
Μετάφραση: στηρίγματα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blok, trisse, klods, rekvisitter, redskaber, props, rekvisitter til
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στηρίγματα
στηρίγματα σωλήνων, στηρίγματα ραφιών, στηρίγματα πιατοθήκης, στηρίγματα για γλάστρες, στηρίγματα γλαστρών, στηρίγματα λεξικό γλώσσας δανικά, στηρίγματα στα δανικά
Μεταφράσεις
- στεφάνι στα δανικά - krans, kransen, wreath, kranse
- στηθοσκόπιο στα δανικά - stetoskop, stetoskopet, stethoscope
- στιγμή στα δανικά - øjeblik, øjeblikket, tidspunkt
- στιγματίζω στα δανικά - mærke, stigmatisere, stemple, brændemærke, stigmatiserer, at stigmatisere
Τυχαίες λέξεις
Στηρίγματα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blok, trisse, klods, rekvisitter, redskaber, props, rekvisitter til
Μεταφράσεις: blok, trisse, klods, rekvisitter, redskaber, props, rekvisitter til