Στηρίγματα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στηρίγματα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tapar, peça, cubo, massa, bloco, adereços, suportes, props, acessórios, adereços de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στηρίγματα
στηρίγματα σωλήνων, στηρίγματα ραφιών, στηρίγματα πιατοθήκης, στηρίγματα για γλάστρες, στηρίγματα γλαστρών, στηρίγματα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στηρίγματα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στεφάνι στα πορτογαλικά - anzol, gancho, enganchar, arquear, envoltório, grinalda, coroa, ...
- στηθοσκόπιο στα πορτογαλικά - estetoscópio, stethoscope, o estetoscópio, do estetoscópio
- στιγμή στα πορτογαλικά - momento, mudar, instante, imediato, prestação, momento em, momento por
- στιγματίζω στα πορτογαλικά - estigmatizar, estigmatizam, estigmatizá, estigmatiza, estigmatizar os
Τυχαίες λέξεις
Στηρίγματα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tapar, peça, cubo, massa, bloco, adereços, suportes, props, acessórios, adereços de
Μεταφράσεις: tapar, peça, cubo, massa, bloco, adereços, suportes, props, acessórios, adereços de