Στοιχειώδης στα δανικά
Μετάφραση: στοιχειώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elementære, elementær, ELEMENTARY, elementært, grundlæggende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχειώδης
στοιχειώδησ εκπαίδευση, στοιχειώδης αντίδραση, στοιχειώδης εισαγωγή στα χρηματοοικονομικά μαθηματικά, στοιχειώδης αισθητική, στοιχειώδης διαφορική γεωμετρία - o'neil barrett, στοιχειώδης λεξικό γλώσσας δανικά, στοιχειώδης στα δανικά
Μεταφράσεις
- στοιχεία στα δανικά - data, materiale, elementer, bestemmelser, elementerne, dele
- στοιχείο στα δανικά - element, del, elementet, led
- στοιχειώνω στα δανικά - haunt, tilholdssted, hjemsøge, nanoteknologiske, forfatningsstridigt
- στοιχηματίζω στα δανικά - vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
Τυχαίες λέξεις
Στοιχειώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elementære, elementær, ELEMENTARY, elementært, grundlæggende
Μεταφράσεις: elementære, elementær, ELEMENTARY, elementært, grundlæggende