Στοιχειώδης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στοιχειώδης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elemento, singelo, simples, elementar, fundamental, primária, elementares, básico
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχειώδης
στοιχειώδησ εκπαίδευση, στοιχειώδης αντίδραση, στοιχειώδης εισαγωγή στα χρηματοοικονομικά μαθηματικά, στοιχειώδης αισθητική, στοιχειώδης διαφορική γεωμετρία - o'neil barrett, στοιχειώδης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στοιχειώδης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στοιχεία στα πορτογαλικά - evidenciar, querido, provar, dados, constatar, elementos, elementos de, ...
- στοιχείο στα πορτογαλικά - elegante, meio, esbelto, componente, elemento, rudimento, elemento de, ...
- στοιχειώνω στα πορτογαλικά - puxar, alar, transporte, assombrar, haunt, assombração, da assombração, ...
- στοιχηματίζω στα πορτογαλικά - aposta, apostar, bet, aposta de, uma aposta
Τυχαίες λέξεις
Στοιχειώδης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elemento, singelo, simples, elementar, fundamental, primária, elementares, básico
Μεταφράσεις: elemento, singelo, simples, elementar, fundamental, primária, elementares, básico