Στοιχηματίζω στα δανικά
Μετάφραση: στοιχηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχηματίζω
στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά, στοιχηματίζω μαντώ στίχοι, στοιχηματίζω μαντώ, στοιχηματίζω λεξικό γλώσσας δανικά, στοιχηματίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- στοιχειώδης στα δανικά - elementære, elementær, ELEMENTARY, elementært, grundlæggende
- στοιχειώνω στα δανικά - haunt, tilholdssted, hjemsøge, nanoteknologiske, forfatningsstridigt
- στολή στα δανικά - uniform, ensartet, ensartede, en ensartet, fælles
- στολίζω στα δανικά - smykke, primp
Τυχαίες λέξεις
Στοιχηματίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
Μεταφράσεις: vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning