Στοιχηματίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: στοιχηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scommettere, scommessa, puntata, scommesse, bet
Στοιχηματίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοιχηματίζω

στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά, στοιχηματίζω μαντώ στίχοι, στοιχηματίζω μαντώ, στοιχηματίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, στοιχηματίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στοιχειώδης στα ιταλικά - elementare, elementari, elementary
  • στοιχειώνω στα ιταλικά - tana, covo, Haunt, ritrovo, tormentare, infestano
  • στολή στα ιταλικά - uniforme, divisa, uniformi, omogenea, omogeneo
  • στολίζω στα ιταλικά - ornare, fregiare, aggraziare, imbellire, addobbare, parare, adornare, ...
Τυχαίες λέξεις
Στοιχηματίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scommettere, scommessa, puntata, scommesse, bet