Στοιχηματίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στοιχηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aposta, apostar, bet, aposta de, uma aposta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχηματίζω
στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά, στοιχηματίζω μαντώ στίχοι, στοιχηματίζω μαντώ, στοιχηματίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στοιχηματίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στοιχειώδης στα πορτογαλικά - elemento, singelo, simples, elementar, fundamental, primária, elementares, ...
- στοιχειώνω στα πορτογαλικά - puxar, alar, transporte, assombrar, haunt, assombração, da assombração, ...
- στολή στα πορτογαλικά - desenganche, farda, fardamento, desenganchar, uniforme, uniformes, uniforme de
- στολίζω στα πορτογαλικά - decorar, ornamentar, adornar, ornar, primp, de Primp, ataviar, ...
Τυχαίες λέξεις
Στοιχηματίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aposta, apostar, bet, aposta de, uma aposta
Μεταφράσεις: aposta, apostar, bet, aposta de, uma aposta