Στοιχηματίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: στοιχηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veðmál, veðmálið, veðja, Boð, að veðja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχηματίζω
στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά, στοιχηματίζω μαντώ στίχοι, στοιχηματίζω μαντώ, στοιχηματίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στοιχηματίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στοιχειώδης στα ισλανδικά - grunnskólum, grunn, ELEMENTARY, grunnskóla
- στοιχειώνω στα ισλανδικά - ásækja, öldur
- στολή στα ισλανδικά - samræmdu, samræmda, samræmt, samræmd, samhljóða
- στολίζω στα ισλανδικά - primp
Τυχαίες λέξεις
Στοιχηματίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: veðmál, veðmálið, veðja, Boð, að veðja
Μεταφράσεις: veðmál, veðmálið, veðja, Boð, að veðja