Συμβουλευτικός στα δανικά
Μετάφραση: συμβουλευτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rådgivende, rådgivningsproceduren, Advisory, Det Rådgivende, Raadgivende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβουλευτικός
συμβουλευτικός σταθμός νέων κιλκίς, συμβουλευτικός σταθμός νέων πατρα, συμβουλευτικός σταθμός νέων σερρών, συμβουλευτικός σταθμός νέων θεσσαλονίκης, συμβουλευτικός σταθμός νέων, συμβουλευτικός λεξικό γλώσσας δανικά, συμβουλευτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμβολικός στα δανικά - symbolsk, symbolske, symbol, symbolværdi, et symbol
- συμβουλή στα δανικά - råd, rådgivning, indeholder forslag, råd til, go
- συμβουλεύομαι στα δανικά - konsultere, rådføre, høre, anmode, anmode om
- συμβουλεύω στα δανικά - foreslå, råde, råd, advokat, rådgive, rådgiver, anbefale, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμβουλευτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rådgivende, rådgivningsproceduren, Advisory, Det Rådgivende, Raadgivende
Μεταφράσεις: rådgivende, rådgivningsproceduren, Advisory, Det Rådgivende, Raadgivende