Συμβουλεύω στα δανικά
Μετάφραση: συμβουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
foreslå, råde, råd, advokat, rådgive, rådgiver, anbefale, at rådgive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβουλεύω
συμβουλεύω χρονικη αντικατασταση, συμβουλεύω μεταφραση, συμβουλεύω στα αγγλικα, συμβουλεύω αρχαία ελληνικά, συμβουλεύω παρακείμενος αρχαία, συμβουλεύω λεξικό γλώσσας δανικά, συμβουλεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμβουλευτικός στα δανικά - rådgivende, rådgivningsproceduren, Advisory, Det Rådgivende, Raadgivende
- συμβουλεύομαι στα δανικά - konsultere, rådføre, høre, anmode, anmode om
- συμβούλιο στα δανικά - råd, Rådet, Rådets, Raadets, Raadet
- συμβόλαιο στα δανικά - aftale, kontrakt, kontrakten, aftalen, kontraktens
Τυχαίες λέξεις
Συμβουλεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: foreslå, råde, råd, advokat, rådgive, rådgiver, anbefale, at rådgive
Μεταφράσεις: foreslå, råde, råd, advokat, rådgive, rådgiver, anbefale, at rådgive