Συμβουλεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμβουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recomende, acautelar, conselhos, incutir, conselho, persuadir, lembrar, aconselhar, sugerir, advogado, assessorar, aconselhá, aconselho
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβουλεύω
συμβουλεύω χρονικη αντικατασταση, συμβουλεύω μεταφραση, συμβουλεύω στα αγγλικα, συμβουλεύω αρχαία ελληνικά, συμβουλεύω παρακείμενος αρχαία, συμβουλεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμβουλεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμβουλευτικός στα πορτογαλικά - consultivo, consultiva, consultoria, assessoria, de aconselhamento
- συμβουλεύομαι στα πορτογαλικά - consultar, consulte, consulta, consultar o, consultará
- συμβούλιο στα πορτογαλικά - conselho, concílio, conselho de, município
- συμβόλαιο στα πορτογαλικά - contrair, contratar, contrato, contratos, contrato de, do contrato, contratual
Τυχαίες λέξεις
Συμβουλεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recomende, acautelar, conselhos, incutir, conselho, persuadir, lembrar, aconselhar, sugerir, advogado, assessorar, aconselhá, aconselho
Μεταφράσεις: recomende, acautelar, conselhos, incutir, conselho, persuadir, lembrar, aconselhar, sugerir, advogado, assessorar, aconselhá, aconselho