Σωματίδιο στα δανικά
Μετάφραση: σωματίδιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, partiklen, partikler, partikelstørrelse, partikel-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματίδιο
σωματίδιο higgs cern, σωματίδιο higgs νανοπουλος, σωματίδιο barr, σωματίδιο θεός, σωματίδιο ταχυόνιο, σωματίδιο λεξικό γλώσσας δανικά, σωματίδιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- σωληνοειδής στα δανικά - rørformet, rørformede, tubulær, tubulære, rør
- σωμάτιο στα δανικά - partikel, korpuskel, corpuscle, blodlegemer, blodlegeme
- σωματείο στα δανικά - Corporation, selskab, selskabsskat, selskabsskatten
- σωματειακός στα δανικά - forening, union, sammenslutning, somateiakos
Τυχαίες λέξεις
Σωματίδιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: partikel, partiklen, partikler, partikelstørrelse, partikel-
Μεταφράσεις: partikel, partiklen, partikler, partikelstørrelse, partikel-