Partikel στα ελληνικά

Μετάφραση: partikel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωμάτιο, κύτταρο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Partikel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • parlament στα ελληνικά - κοινοβούλιο, βουλή, Κοινοβουλίου, το κοινοβούλιο, του Κοινοβουλίου
  • parti στα ελληνικά - παρέα, συμβαλλόμενος, φατρία, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, ...
  • partikelaccelerator στα ελληνικά - επιταχυντή σωματιδίων, επιταχυντής σωματιδίων, επιταχυντή, επιταχυντής, επιταχυντές σωματιδίων
  • partiskhed στα ελληνικά - προκατάληψη, πρόληψη, μεροληψία, πόλωσης, πόλωση, μεροληψίας
Τυχαίες λέξεις
Partikel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωμάτιο, κύτταρο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων