Τιμόνι στα δανικά
Μετάφραση: τιμόνι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ror, rat, rattet, rattets
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμόνι
τιμόνι μηχανής, τιμόνι καραβιού, τιμόνι πλοίου, τιμόνι ποδηλάτου zoom, τιμόνι drift o.z. racing wheel, τιμόνι λεξικό γλώσσας δανικά, τιμόνι στα δανικά
Μεταφράσεις
- τιμωρία στα δανικά - revselse, straf, afstraffelse, straffen, straffe
- τιμωρώ στα δανικά - straffe, revse, castigate, hudflette
- τιμώ στα δανικά - ære, hæder, ære hermed, hermed, herved, aere
- τιτανικός στα δανικά - titanic, titanisk, titaniske, gigantiske, gigantisk
Τυχαίες λέξεις
Τιμόνι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ror, rat, rattet, rattets
Μεταφράσεις: ror, rat, rattet, rattets