Τιμόνι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τιμόνι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шлем, волан, волана, на волана, кормилно колело, кормилото
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμόνι
τιμόνι μηχανής, τιμόνι καραβιού, τιμόνι πλοίου, τιμόνι ποδηλάτου zoom, τιμόνι drift o.z. racing wheel, τιμόνι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τιμόνι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τιμωρία στα βουλγαρικά - наказание, наказанието, наказания, наказване
- τιμωρώ στα βουλγαρικά - наказвам, поправям, бичува, бичуват, бичуваме
- τιμώ στα βουλγαρικά - чест, честта, слава, почит
- τιτανικός στα βουλγαρικά - титаничен, титанично, титаничната, титанично ниво, и титанично
Τυχαίες λέξεις
Τιμόνι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шлем, волан, волана, на волана, кормилно колело, кормилото
Μεταφράσεις: шлем, волан, волана, на волана, кормилно колело, кормилото