Τιμόνι στα λιθουανικά
Μετάφραση: τιμόνι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairas, vairo, vairo padėties, vairaratis, vairo padėtis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμόνι
τιμόνι μηχανής, τιμόνι καραβιού, τιμόνι πλοίου, τιμόνι ποδηλάτου zoom, τιμόνι drift o.z. racing wheel, τιμόνι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τιμόνι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τιμωρία στα λιθουανικά - bausmė, bausmės, baudimo, baudimui, baudimas
- τιμωρώ στα λιθουανικά - barti, griežtai kritikuoti, Oporządzać, Brana, pliekti
- τιμώ στα λιθουανικά - garbė, gerbti, garbę, garbės, šlovė
- τιτανικός στα λιθουανικά - titaniškas, gigantiškas, Titanikas, titanic
Τυχαίες λέξεις
Τιμόνι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vairas, vairo, vairo padėties, vairaratis, vairo padėtis
Μεταφράσεις: vairas, vairo, vairo padėties, vairaratis, vairo padėtis