Τσιγάρο στα δανικά
Μετάφραση: τσιγάρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
cigaret, cigaretter, cigaretten, af cigaretter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγάρο
τσιγάρο και υγεία, τσιγάρο ατέλειωτο, τσιγάρο και πίεση, τσιγάρο επιπτώσεις, τσιγάρο όνειρο, τσιγάρο λεξικό γλώσσας δανικά, τσιγάρο στα δανικά
Μεταφράσεις
- τσεκουριά στα δανικά - kotelet, hugge, hakke, chop, pønser
- τσεκούρι στα δανικά - økse, ax, øksen, axe
- τσιγαρίζω στα δανικά - saute, sauter, petersfisk
- τσιγκλώ στα δανικά - Ciglane
Τυχαίες λέξεις
Τσιγάρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: cigaret, cigaretter, cigaretten, af cigaretter
Μεταφράσεις: cigaret, cigaretter, cigaretten, af cigaretter